πνευμοδυναμόμετρο

πνευμοδυναμόμετρο
το, Ν
φυσιολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής ποσότητας τού εισπνεόμενου και εκπνεόμενου αέρα κατά τις αναπνευστικές κινήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pneumodynamometre (< πνεύμα + δυναμό-μετρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”